- γραμματοσύμπλεγμα
- τοτο γραμματόπλεγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + σύμπλεγμα. Η λ. στον πληθ. (γραμματοσυμπλέγματα) μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραμματοσύμπλεγμα — το σύμπλεγμα γραμμάτων με τα οποία αρχίζει το επώνυμο ή το όνομα κάποιου προσώπου ή η επωνυμία κάποιας εταιρείας, το μονόγραμμα: Στο μαντίλι της κέντησε το γραμματοσύμπλεγμά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek